- πολύναος
- και ιων. τ. πολύνηος, -ον, Α(για θεότητα) αυτός στον οποίο είναι αφιερωμένοι πολλοί ναοί.[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + -ναος / -νηος (< ναός), πρβλ. ομό-ναος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη … Dictionary of Greek
πολύνηος — ον, Α βλ. πολύναος … Dictionary of Greek
πολύναε — πολύνᾱε , πολύναος with many temples masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)